Η καμήλα σαν μεταφορικό μέσο στην περιοχή Κυθρέας

Η ΚΑΜΗΛΑ ΣΑΝ ΜΕΤΑΦΟΡΙΚΟ ΜΕΣΟ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ  ΚΥΘΡΕΑΣ                   (Aρθρα του αείμνηστου Χριστόδουλου Πέτσα)

Ανάμεσα   στα     διάφορα  ζώα ,  ίππους,  μουλάρια ,  γαϊδούρια που   χρησιμοποιήθηκαν  σαν   μεταφορικό  μέσο  στην   Κύπρο  μας  στους  περασμένους αιώνες και  στις αρχές του αιώνα  μας, είναι και  η  καμήλα που  χρησιμοποιήθηκε  σε  μεγάλη  κλίμακα   στη μεταφορά  διαφόρων  προϊόντων   και  εμπορευμάτων γιατί ήταν ζώο  λιτοδίαιτο ,  άντεχε  πολύ  στην  πείνα   και  τη    δίψα.  Μπορούσε να μεταφέρει στη ράχη της φορτίο  200 – 250 οκάδες, που  κανένα  άλλο  ζώο  μπορούσε  να  βαδίσει  τόσες   μεγάλες   αποστάσεις  και  να  μεταφέρει τόσο βάρος.

Είναι   πραγματικά   λιτοδίαιτο  ζώο  γιατί  είναι  ζώο  φυτοφάγο. Μπορεί να τρέφεται για εβδομάδες ολόκληρες με αποξηραμένα  χόρτα  και  στην  ανάγκη με  παλιά  καλάθια και  μεταχειρισμένες ψάθες.  Στον    καιρό   τρέφεται  αποκλειστικά   με  λαψάνες  που    αφθονούσαν        στα      δημητριακά       πριν      ευρεθούν      και   χρησιμοποιηθούν  τα ζιζανιοκτόνα.  Οι  γεωργοί  περίμεναν από  τους  καμηλιέρηδες ν’ απαλλάξουν ολόκληρες  εκτάσεις σιτηρών από τις  λαψάνες  που  κατέπνιγαν   τη σπορά τους στους μήνες Μάρτη και Απρίλη.  Τρέφεται  ακόμη με  παντός είδους σπόρους και  ακατάλληλα  για φαΐ όσπρια, ούτε πληγώνεται το στόμα της από τις  πιο  οξείες  άκανθες  στις οποίες ρίπτεται χωρίς καμία προσοχή.  Κάποιος  ξένος εξερευνητής  διηγείτο  πως η καμήλα που την είχε σαν υποζύγιο έφαγε με  πλήρη  άνεση αγκάθια που  του  είχαν σχίσει τα υποδήματα του.

Με    μεγάλη    αχορταγιά     τρώγει     τα     πλατειά    φύλλα   της παπουτσοσικιάς   που    της    προμηθεύουν    οι    καμηλάρηδες  κόπτοντας τα σε μικρότερα κομμάτια για την εύκολη μάσηση.  Η  προτίμηση  της   όμως  στρέφεται  προς  το   ροβάχυρο  που  το εναποθηκεύουν οι καμηλάρηδες για να τρέφουν τις καμήλες, όχι μόνο ένα χρόνο αλλά και 2-3 χρόνια γιατί η εσοδεία  του   ροβιού  δεν   επιτυγχάνει   πάντοτε   ( χρειάζεται   άφθονες   βροχές   την άνοιξη).  Μεγάλη  προτίμηση  έχει  η  καμήλα  στους   τρυφερούς  κλώνους των δένδρων που έχει την επιτηδειότητα  ν’ αποκόπτει μόνο με τα  χείλη  της  και  με βεβιασμένο  μάσημα εναποθηκεύει στο  μεγάλο  στομάχι της για  να επαναφέρει σε κατάλληλη  ώρα στο μηρυκασμό.  λίπος    που   εναποθηκεύει    στο   σώμα   της  ιδίως  στον   ύβο (ράχη).  Όταν   έχει    ένα   μόνο  ύβο  ανήκει  στο   είδος δρομάς,  ενώ   όταν    έχει    δυο    ύβους   ανήκει    στη   φυλή  Βακτριανή. Στην Κύπρο  εκτρέφετο  η δρομάς  που  είναι  πιο   μεγαλόσωμη και    ισχυρή    στη     μεταφορά    φορτίου   και    ανθεκτική   στις αποστάσεις.   Το    λίπος   αυτό  των   ύβων   χρησιμοποιεί  σαν  αποθήκη  εφεδρικής  ύλης  που  καταναλίσκει το ζώο σε μακρές νηστείες  που  υποβάλλεται όταν   ταξιδεύει.   Αντέχει  όμως  και  στη   δίψα  και    τούτο  οφείλεται  στη   διαμόρφωση της κοιλιάς του τριπλού   στομάχου    που    χρησιμεύει  σαν  υδαταποθήκη.   Η εναποθήκευση  αυτή  γίνεται  σ’ ένα  είδος  κελιών  με  στενά στόμια    στα   οποία    δεν    μπορούν    να    εισέλθουν   στερεές τροφές.  Αφ’  ετέρου  η   επιθηλιακή   στιβάς   των  κελιών   δεν  επιτρέπει   απορρόφηση   του  ύδατος και  έτσι χρησιμοποιείται εξ’ ολοκλήρου    για   τη     διάλυση    των     αναμηρυκαζομένων τροφών.  Συνήθως   πίνει   νερό   5-6  μέρες  το χειμώνα  και  2-3 μέρες το θέρος Για τα πιο  πάνω προτερήματα της  η  καμήλα χρησιμοποιήθηκε πλατεία  μέσα  στην  Κύπρο  μας  σαν μεταφορικό ζώο κι από το ένα άκρο της Κύπρου  μέχρι τ’ άλλο πολλά  είναι  τα  χωριά  που έτρεφαν και διατηρούσαν καμήλες. Στην Πάφο, στη  Λεμεσό, στο  Ριζοκάρπασο,   στη   Σκάλα,   στη  Λάπηθο,  στη   Μύρτου,  στην Ακάνθου, στου  Μόρφου,  στο  Πραστειό  Μόρφου,  στο  Διόριος,  στην    Τερσεφάνου,    στα    Περβόλια,   Μουσουλίτα,    Ψυλλάτο,  Λευκόνοικο,  Συγχαρεί,  Τρίκωμο,  Άγιος  Ανδρόνικος,  Μια  Μηλιά και σ’ άλλα μέρη της Κύπρου.

Στην  περιοχή  της  Κυθρέας,  στη  Βώνη που κατέχει την πρώτη  θέση   αφού  έφθασε  καιρός  που  είχε   περισσότερες  από  400 καμήλες,   στο   Τραχώνι    και    στο    Παλαίκυθρο.    Η    καμήλα  χρησιμοποιήθηκε  σαν  μέσο  μεταφοράς ιδίως στα  πεδινά μέρη χωρίς να υστερήσει και στα ορεινά. Η  παράδοση  αναφέρει πως στο  μοναστήρι  του Κύκκου  κατά  την  τελευταία ανοικοδόμηση του  ύστερα  από την    αποτέφρωση   του   από    πυρκαϊα   όλα  τα  οικοδομικά  υλικά   ιδίως  οι   πέτρες  μεταφέρθηκαν  εκεί  με τις καμήλες. Όλα τα εμπορεύματα των  πόλεων και  τα  διάφορα  προϊόντα       των      ορεινών      μερών        μεταφέροντο      στις εμποροπανηγύρεις   που   εγίνοντο  στα    πεδινά   μέρη  με   τις καμήλες.  Τα  σουτζούκια,   τα  κιοφτέρκα,  οι  σησαμόπιτες,  τα  σταφίδια,  οι  σταφίδες  και  άλλα  προϊόντα της  Τα  σιτηρά,  τα  άχυρα,  το  βαμβάκι,  το  σησάμι,  τα  όσπρια,  οι  πατάτες,  τα  κρεμμύδια στη  μετακίνηση  τους  από τους τόπους παραγωγής τόσο στις πόλεις όσο και στα χωριά για διάθεση και κατανάλωση     χρησιμοποιήθηκε    η    καμήλα.    Μεταφέρονταν ακόμη εμπορεύματα των πόλεων στα  πανηγύρια της Μεσαριάς όπως   υφάσματα,   χαλκωματικά (  χαρτζιά,  μαγείρισσες,  σινιά,   τηγάνια    κ.λ.π.  ) ,     είδη      ζυμώματος,      γούρνες,    γουρνιά,  κουπποσάνιδα   κ.λ.π. .   Τέτοια   πανηγύρια   ήταν:   του   Αγίου Αναστασίου  17  του  Σεπτέμβρη   στην    Περιστερωνοπηγή, του Αγίου  Λουκά 18  του Οκτώβρη στο Βαρώσι, του Αγίου  Αρτεμίου στις  20  Οκτώβρη  στην  Αφάνεια,  του  Αγίου  Δημητρίου 26 του Οκτώβρη στο Λεονάρισσο,  του Αγίου Μάμαντος  2 Σεπτεμβρίου στου Μόρφου,  του Αγίου Παντελεήμονα  27 Ιουλίου στη Μύρτου, του  Αγίου  Κυπριανού  2   Οκτωβρίου  στο  Μένοικο,  του  Αγίου Κενδέα 6 Οκτωβρίου  στο  Αυγόρου. Σε  εποχή  ακόμη  που  δεν   υπήρχε   σιδηρόδρομος  η  καμήλα   χρησιμοποιήθηκε   για    τη   μεταφορά  του  ταχυδρομείου   και  μάλιστα εθεωρείτο σαν μέσο ασφαλέστατο.

Αναφέρθηκε    προηγουμένως   πως   απ’  όλα   τα  χωριά    που χρησιμοποιούσαν   την  καμήλα,   η  Βώνη  κατείχε  τα  πρωτεία. Φαίνεται  πως  οι  Βωνιάτες  πολλαπλασίασαν  την  καμήλα στο μέγιστο  βαθμό,   γιατί    στην  εποχή    της   το   επάγγελμα   του καμηλάρη  ήταν αρκετά αμειπτικό γιατί μ’  ένα  καττάρι   καμήλες που   δεν    ξεπερνούσε   τις  4-5    έκαμναν    καλές   δουλειές  κι έβγαζαν   περισσότερα   χρήματα    από    κάθε    επάγγελμα.  Γι’ αυτό  διαιωνίζετο  το επάγγελμα τους και στους απογόνους τους οι οποίοι δεν είχαν καμία κλίση σ’  άλλο  επάγγελμα.  Ούτε   και  σ’ αυτό   του   γεωργού    που   στα χρόνια  που  μιλάμε  εξαιτίας της  νομής  νερού    (Βωνιάτικου)    που   εδικαιούντο   από    τον Κεφαλόβρυσο  Κυθρέας   που   μπορούσαν   να   καλλιεργήσουν  διάφορες   εσοδείες,   δημητριακά,   βαμβάκι,   σησάμι,   όσπρια,  πατάτες,  λαχανικά,   ελαιόδενδρα,  λεμονόδενδρα  κι   άλλα.  Εν  τούτοις   καμιά  κλίση  και  κανένα  μεράκι στη  Κτηνοτροφία.  Γι’ αυτό οι γεωργοί  έλεγαν  το  τετράστιχο τούτο για να δώσουν το χαρακτηριστικό στον ακτήμονα καμηλάρη:

<<Ο καμηλάρης ο φτωχός, με σπέρνει με θερίζει

μόνο τον κάμηλο κρατεί και τα χωριά γυρίζει>>

Παλιοί καμηλάρηδες της Βώνης αναφέρονται ο Ξενής Αντωνή,  ο  Ανδρέας  Τσουλλής,  Χ”  Νικόλας  Χ”  Ψαράς, Νικόλας Πίτσιλλος, Γιωρκής Πίτσιλλος, Αθανάσης Αντρονίκου πλείστο της ζωής τους  στον 19ο αιώνα και  αρχές του παρόντος αιώνα.

Ένα  προϊόν  που  είχαν  για  μεταφορά ολόγυρα του χρόνου και μπορούσαν καθημερινά ν’ ασχολούνται μ’ αυτό ήταν ο ασβέστης που     εκαμινιάζετο    στα    παραδοσιακά    ασβεστοκάμινο   της Κυθρέας. Τέτοια  ασβεστοκάμινο είχαν στην εποχή που μιλάμε ο Προκόπης, τα Γιαννακούδια, οι Μακρήδες, ο  Λάρτας, ο Γιωρκής Ηττός,   ο  Κωστής    της   Διαμαντούς.   Η    ασβεστόπετρα   που  αφθονούσε      όπως    και       σήμερα      στην       περιοχή    του Πενταδάκτυλου   εκομματιάζετο    σε    κανονικά    τεμάχια    από   πελώριους   βράχους  και    μεταβαλλόταν   στον    ασβέστη,   με  την  υψηλή  θερμοκρασία  που  διαρκούσε ολόκληρα μερόνυχτα.

Κατά   τα  δειλινά  ξεκινούσαν  οι  καμηλάρηδες   μ’  ένα   καττάρι καμήλες  4-5  ο  καθένας  και  σε μια  περίπου ώρα  έφθαναν  στ’ ασβεστοκάμινο.  Εκεί  εργάτες  τους  βοηθούσαν  να  βάλουν  σε σάκους τον  ασβέστη  και στη συνέχεια  να  τους ζυγίσουν γιατί  τον  αγόραζαν  6-8 παράδες  την  οκά  (το γρόσι είχε 40 παράδες και  η  λίρα  180  γρόσια).  Το  φόρτωμα   του  ασβέστη  σε   κάθε καμήλα  κυμαινόταν  150-200  οκάδες  κι   ένα   καττάρι   καμήλες   μπορούσε  να μεταφέρει συνολικό φορτίο ένα τόνο (800 οκάδες) και  πλήρωνε  περίπου  ₤1.  Έσμιγαν  συνήθως  στο  ταξίδι  4-5 καμηλάρηδες  για  συντροφιά   και    παρέα  και  προπαντός  για αλληλοβοήθεια και ασφάλεια.

Επιστρέφοντες      από     τα      καμίνια   ξεκουράζονταν    λιγάκι, δειπνούσαν   και   ξεκινούσαν  είτε   για    το   Βαρώσι,   είτε   για   τη  Σκάλα,   που  συνήθως   έκαμναν   τα     ταξίδια  εναλλάξ.   Αν θα  πήγαιναν  στο   Βαρώσι   ακολουθούσαν  τον  Χωματόδρομο  Βώνης  – Έξω   Μετοχιού  –  Αγκαστίνας – Μουσουλίτας –  Πυρκάς –  Πραστειού   (Μεσαορίας)   κι   ακολουθώντας   το   δρόμο   έξω από  τους  Στύλους   έφθαναν   τα   ξημερώματα    στο     Βαρώσι   καλύπτοντας  απόσταση 27 μιλίων. Εκεί κατέληγαν στο χάνι είτε του Χαμπή, είτε του Κωνσταντή Κουνά. Αν   θα   μετέφεραν  τον   ασβέστη   στη  Σκάλα   (Λάρνακα),  τότε ακολουθούσαν το  χωματόδρομο Βώνης – Παλαίκυθρου-Τύμβου-Αθηαίνου-Αβτελλερού-Αραδίππου-Σκάλας.  Η   απόσταση  τούτη ήταν συντομότερη απ’ εκείνη του Βαρωσίου και δεν ξεπερνούσε τα 24  μίλια.   Οι  καμηλάρηδες  κι   εδώ  κατέφευγαν   στο     χάνι  κάποιου Τούρκου που λεγόταν Οσμάνης, στην οδό Ερμού.

Μόλις  έφθαναν  στο  χάνι  οι καμηλάρηδες και  στη μια  και στην άλλη  περίπτωση  πρώτη  τους φροντίδα  ήταν να ξεφορτώσουν τα  ζώα  τους  και  να  τους  βάλουν  τροφή  που  προμήθευαν  οι χαντζήδες. Η τροφή τους ήταν ροβάχυρο, η πιο  θρεπτική για τις καμήλες  που  στοίχιζε  περίπου  3  γρόσια   το   κοφίνι.  Πολλές  φορές   που   δεν   υπήρχε   ροβάχυρο   τους    έβαζαν  σιτάχυρο (ασπράχυρο) που στοίχιζε 1 1/2 – 2 γρόσια το κοφίνι.  Για να γίνει όμως πιο θρεπτικό  και    ορεκτικό    πρόσθεταν  και  καμιά  οκά  βαμβακόσπορο που δεν στοίχιζε παραπάνω από 2 γρόσια.

Στο       χάνι    οι      καμηλάρηδες    παρέμειναν    μέχρις       ότου παρουσιασθούν  πελάτες  ν’ αγοράσουν  τον   ασβέστη.   Η  τιμή της  πώλησης  κυμαινόταν περίπου στο διπλάσιο  της τιμής  της αγοράς. Έτσι  από  κάθε  ταξίδι  με  ασβέστη  κέρδιζαν  ₤1  ποσό  αρκετά  ψηλό για  την  εποχή  εκείνη.  Μετά  από   κάθε  πώληση ήταν   υποχρεωμένοι    οι   καμηλάρηδες    να   φορτώσουν    και μεταφέρουν τον  ασβέστη  στον  τόπο οικοδομής του  αγοραστή  όπου θα χρησιμοποιείτο.

Πολλές  φορές  η  παραμονή  τους  στο  χάνι   παρατεινόταν  2-3 μέρες για  να  παρουσιαστούν αγοραστές. Η  διατροφή της κάθε καμήλας  σ’  όλες  τούτες   τις   μέρες   δεν   ξεπερνούσε    το ένα σελίνι.  Κάτι  περισσότερο από το σελίνι στοίχιζε και η διατροφή του καμηλάρη  αφού  η   κάθε μερίδα  φαγητού για τα νηστίσιμα ήταν 2 γρόσια ενώ για τα μιλλωμένα (με κρέας) 3 γρόσια.

Οι  καμηλάρηδες  επιστρέφοντες πίσω  στο χωριό τους μετά την πώληση  του ασβέστη δεν άφηναν αδειανές τις καμήλες αλλά τις φόρτωναν  είτε  με  βενζίνες  από  το  Βαρώσι  είτε  με  εποχιακά λαχανικά από το Παραλίμνι και την  Αγία Νάπα όπου οι κάτοικοι επιδίδονταν   σε   πρώιμη   παραγωγή    ντομάτας,    αγγουριών,   κολοκυθιών, πατατών, κολοκασιού και άλλων. Για την μεταφορά τούτων  έβγαζαν  ακόμη  ₤1  εάν  η  μεταφορά  γινόταν   μέχρι τη Λευκωσία, εάν όμως ήταν εκτός Λευκωσίας πληρώνονταν  πολύ περισσότερο ανάλογα με την απόσταση.

Για  την  παραλαβή  της  βενζίνης κατέφευγαν στις αποθήκες της Εταιρείας   όπου    παρελάμβαναν   φορτία    και    τα  μετέφεραν σύμφωνα με οδηγίες είτε  στη Λευκωσία  (όπου οι αποθήκες της   βενζίνης   βρίσκονταν  στην   Πύλη   Αμμοχώστου  που   σήμερα έχουν      διαμορφωθεί      στο    Πολιτιστικό        Κέντρο     Πύλης  Αμμοχώστου)  είτε  έπαιρναν οδηγίες να   τις   μεταφέρουν  στην  Κυθρέα, του Μόρφου, στην Ευρύχου και αλλού.

Από το Βαρώσι  μέχρι του Μόρφου και την Ευρύχου έφθανε κι ο σιδηρόδρομος  στην   εποχή   αυτή  αλλά  δεν   προτιμάτουν  να μεταφέρει  τις  βενζίνες   γιατί  ο σταθμός  του σιδηρόδρομου και στο    Βαρώσι   και    στα   χωριά   αυτά   βρισκόταν   σε   αρκετή απόσταση και ήταν   δύσκολο   και  δαπανηρό  να  μεταφερθούν  σ’ αντίθεση με τις καμήλες που τις παραλάμβαναν από τον τόπο της αποθήκης και τις  μετέφεραν απ’ ευθείας πάλι στον τόπο της αποθήκης  όπου  προορίζονταν  να  διαθέτουν.  Οι βενζίνες στην εποχή  αυτή έφθαναν  από  το εξωτερικό σε κασόνια που καθένα χωρούσε 2 τενεκέδες βάρους 26 οκάδων. Οι καμηλάρηδες για να τα φορτώσουν  στην  καμήλα τα  έβαζαν σε  μεγάλες  σακούλες (χάσιες)  τρία  κασόνια  στην  καθεμιά  ( 12   τενεκέδες  συνολικό φόρτωμα σε δυο χάσιες) που ξεπερνούσαν τις 150 οκάδες.

Το ίδιο  γινόταν και με  τα  λαχανικά που  παρελάμβαναν από το   Παραλίμνι   και  την  Αγία   Νάπα  και  μεταφέρονταν  απ’ ευθείας για κατανάλωση στην αγορά της  Λευκωσίας  (στο παντοπωλείο κοντά στην Αγία Σοφία που είναι σήμερα κατειλημμένο από τους Τούρκους  από  το 1958).  Από  τη  Σκάλα  στην επιστροφή  τους στη   Βώνη  παραλάμβαναν  από  τις  αποθήκες  του   τελωνείου ρύζι, ζάχαρη, υφάσματα και άλλα εμπορεύματα  που ανήκαν  σε εμπόρους της Λευκωσίας για να τα μεταφέρουν με πληρωμή και να  τα  παραδώσουν   στις  αποθήκες  τους   στην  πρωτεύουσα. Η  πληρωμή   για   την  μεταφορά  τους  κυμαινόταν  μεταξύ   4-5 σελινιών για κάθε καμήλα.

Τα  πιο  πάνω  φορτώματα  για  να φορτωθούν  και  στερεωθούν στη   ράχη   της   καμήλας   έπρεπε   πρώτα   να  μπει   το  ντύμα (στρατούρι).   Τούτο  εγίνετο   είτε    με  σακούλα  είτε   με   σακί  και   στις   δυο  περιπτώσεις   στο   εσωτερικό   έμπαινε   φλούδι για να’ ναι μαλακό και  τούτο  εφάρμοζε  στον   ύβο  (κ. αρκούτζι) της  καμήλας.  Εάν  εγίνετο με  σακούλα  στοίχιζε φθηνά και δεν ξεπερνούσε το δέκα σελίνι (50 σεντ). Εάν όμως εγίνετο με  σακί που   υφαίνετο  με  χοντρό  βαμβακερό  νήμα  τότε   στοίχιζε  ₤3.  Ειδικός  που  κατασκεύαζε  το  ντύμα  (στρατούρι)  της  καμήλας  ήταν   κάποιος  Τούρκος   στη  Σκάλα   που   λεγόταν    Χασάνης  Καλούδης.   Είχε    το    εργαστήρι   του    στο   σπίτι   του    στην Τουρκική   συνοικία.   Άλλος   παρόμοιος   κατασκευαστής  ήταν ο Χ” Παναγής από του Μόρφου. εφάρμοζε  ακριβώς  στον  ύβο  (αρκούτζι)  της   καμήλας  και τον κάλυπτε  πολύ  άνετα.   Πάνω  από  το  στρατούρι   εστερεώνετο κατάλληλα το σαμάρι κι εδένετο σφικτά κάτω από την κοιλιά του ζώου   ενώ   με   θηλιές   ήταν    προσαρμοσμένες  το  στρατούρι εδένετο  με  λεπτό  στερεό  σχοινί.  Οι  καμηλάρηδες   έδεναν  τα φορτώματα   με   δικής   τους   κατασκευής   σχοινιά.   Για  να  τα  κατασκευάσουν έπαιρναν το μαλλί  της καμήλας και  το έκλωθαν στο αδράχτι και έκαμναν το νήμα. Το  νήμα τούτο το έπλεκαν  σε  ζώνες γι’ αυτό  τα  σχοινιά  τούτα  τα  έλεγαν  κολάνια.   Καθένας κατασκεύαζε    μπόλικα    τέτοια    που    ήταν    αρκετά    στερεά   και   ανθεκτικά.  Με   κατάλληλες  περιστροφές   των    κολονιών   γύρω στο φόρτωμα απ’ όλες του τις μεριές και με σφικτό δέσιμο στο  σαμάρι  εστερεώνετο  τόσο   το  φόρτωμα  του   ζώου   που  εγίνετο στρωμνή κι ο καμηλάρης μπορούσε να πέσει σ’ αυτό και να κοιμηθεί άνετα χωρίς τον παραμικρό φόβο.

Το  αεράκι  της νύχτας  τον  δρόσιζε οι δρασκελιές  της  καμήλας  με    το      συνηθισμένο    πλαγιοτροχασμό    τον     ταλαντεύουν   μπροστά  και   πίσω,  δεξιά   κι  αριστερά,  τον  νανουριζουν  για  να   πέσει   στην   αγκαλιά   του   Μορφέα   αφού   απολαύσει  το  ρυθμιστικό  ήχο   της  καμπανέλας  που   ακούεται    στο    λαιμό της  τελευταίας  καμήλας  για  να  κοιμηθεί  κι   απολαύσει   ύπνο  γλυκύτατο.   Κάποτε     όμως     έρχεται   να    τον    αποκόψει   η    λοξοδρόμηση   μιας   καμήλας   η  οποία   είτε   από   δυστροπία είτε  από  κάματο  κόβει  τον  σπάγγο που  ενώνει το σχοινί που συνδέει την μια καμήλα με την άλλη για ν’ ακολουθούν όλες  μαζί την   πορεία   που   οδηγεί  ο   προλάτης   κάμηλος,  ο   αρχηγός  της   συνοδείας   που   πάνω    σ’  αυτό    είναι    καβαλλικεμένος  ο  καμηλάρης.  Τότε  περίτρομος  αφυπνίζεται   ο   αναβάτης  και με     τίναγμα    πετάγεται    κάτω   για    να    τακτοποιήσει     την παραστρατημένη καμήλα.

Τούτο  αντιλαμβάνεται  αμέσως  γιατί  έπαυσε  πια  ν’ ακούει τον γλυκόφωνο   ήχο  της  καμπανέλας   εξαιτίας  της  απειθάρχητης   καμήλας   που    έκοψε,  ανάγκασε  όλες  τις  καμήλες  που  είναι ξωπίσω  της  να  σταματήσουν  μαζί  με  την   τελευταία που έχει  την  καμπανέλα   στο  λαιμό.  Μετά  την   ταχτοποίηση  συνεχίζει ο  καμηλάρης  πεζός   το   ταξίδι  του   τραβώντας  τον   προλάτη   κάμηλο  για κάμποση απόσταση και όταν το καττάρι   του  πάρει  τον  κανονικό  ρυθμό  της  πορείας  με   πήδημα  στο  λαιμό  του   καμήλου βρίσκεται και πάλι καβάλα στη ράχη του.

Έχει αναφερθεί πως οι καμηλάρηδες  για  συντροφιά  και παρέα συνταξίδευαν   3-4    καμηλάρηδες,   καθένας   με    το  δικό   του καττάρι από  καμήλες.   Εκεί   που  έφθαναν  στο  Βαρώσι  ή στη  Σκάλα, η  περίσταση το  απαιτούσε να   παραμείνουν  2-3  μέρες   πολλές  φορές μέχρις ότου  πωλήσουν ο  καθένας  το  φόρτωμα   του  ασβέστη. Σε  τέτοιες  περιπτώσεις  στα    χάνια    τούτα    το   έριχναν  στη  διασκέδαση   που  δεν   έλειπε  από  το  τραπέζι το  ποτό,  το  τραγούδι    κι   ο   χορός.  Ήταν  δε   οι   Βωνιάτες   σε γενικό βαθμό  γλυκόφωνοι   τραγουδιστές  που προσείλκυαν με την εξαίρετη   φωνή   τους   και   το  ρυθμικό  κι   επί  δεξιό  χορό  τους    γύρω     τους    πολλούς     θαυμαστές      τους      οποίους  απέσπασαν επαίνους και χειροκροτήματα.

Η  καμήλα  εκτός  από τις πιο πάνω εργασίες  που  κάμνει  στον άνθρωπο  μας   δίδει  το  κρέας,  το   μαλλί   και   το  κόπρι    της. Το κρέας το επεξεργάζονταν οι Αρμένηδες και κατασκεύαζαν τον   ορεκτικό  παστουρμά.  Το  μαλλί  της  χωρίζεται  σε  σκληρό  και μαλακό.    Το   σκληρό      χρησιμοποιούταν   για  την κατασκευή σχοινιών   ενώ   το   μαλακό   κλώθετουν    σε   νήμα   και μ’ αυτό έπλεκαν  χοντρές  φανέλες,  κιλίμια,  κλινοσκεπάσματα  κι  άλλα. Από το  τρίχωμα της καμήλας κατασκευάζοντο  άλλοτε οι λεπτές της  Κύπρου  καμηλωτές  που  ήταν  περιζήτητες στην  Ευρώπη κι Ανατολή.  Το  κόπρι  της  είναι  άφθονο  εξ αιτίας   της  πολλής τροφής  που  καταναλίσκει,  είναι όμως κατώτερο  σε  θρεπτικές τροφές  και  διαλύεται  εύκολα   στα  χωράφια   σε   δυο   χρόνια. Είναι αρκετά  ευκολοδιάλυτο  και  παρέχει καλή εσοδεία από τον πρώτο χρόνο που μπαίνει στο χωράφι. Οι    καμηλάρηδες    για    την    φύλαξη  των  καμήλων  ιδίως   το χειμώνα  είχαν  το   καμηλαρκό   που   ήταν   δίχωρη       κάμαρη   αρκετά   ευρύχωρη  στην  οποία   μπορούσαν   να μένουν  άνετα 10-15 καμήλες. Στις  άλλες  περιόδους  έμεναν  στην  εκτεταμένη αυλή   που   βρισκόταν  συνήθως   στο   μπροστινό  μέρος    του  σπιτιού και περιορίζονταν απ’  όλες  τις  μεριές  με  ψηλό  τοίχο.  Στο  μέσο  της  αυλής  ήταν  το πηγάδι του λάκκου από το οποίο ανέσυραν    νερό  για   τις    καμήλες.   Δίπλα     στο   καμηλαρκό βρισκόταν  ο  αχυρώνας  που   έμπαιναν   όλες   οι  τροφές  που  έτρεφαν    την    καμήλα    ολόγυρα     του   χρόνου.    Ροβάχυρο,  ασπράχυρο,  ρουβιθάχυρο,   λαψάνες κι  άλλες  χλωρές  τροφές, βαμβακόσπορος.

Στο  καμηλαρκό παρέμειναν και τα μικρά νεογνά που γεννούσαν οι  καμήλες  ύστερα  από  κυοφορία  12-13  μηνών. Ο  οργασμός άρχιζε   το   Γενάρη   και   διαρκούσε  10 βδομάδες.    Το   νεογνό θηλαζόταν  από  την  καμήλα για έξι  μήνες  και  ύστερα  από τον απογαλακτισμό του αρχίζει να τρέφεται με χόρτα και πιο ύστερα και  με  σκληρές   τροφές.  Στην  εργασία  μπαίνει  στα   τέσσερα  του  χρόνια  και  αρχίζει με  το  μικρό  βάρος  στη  ράχη  του των  40-50  οκάδων  και   για  να  μπορέσει  να μεταφέρει το κανοκικό  φόρτωμα   των   200-250   οκάδων    πρέπει  να     φθάσει    στην   ηλικία  των  7-8  χρόνων.  Η μεγαλύτερη απόδοση δουλειάς είναι στην ηλικία των 10-20 χρόνων. Μπορεί  η καμήλα να φθάσει  την ηλικία των 40-50 χρόνων αλλά πέραν των 30 χρονών  αρχίζει να γερνά και ν’ αδυνατίζει.

Πολλές  φορές  οι  καμηλάρηδες  δεν ήθελαν  να  αναγιώσουν τα νεογνά  και   να  τα  προσθέσουν  στο   καττάρι   των    καμήλων. Έτσι   ύστερα   από    διατροφή   και   ανάγιωμα      4-5   χρόνων  πουλούσαν   σε   αράπηδες   που   έρχονταν  από  τις γειτονικές μας χώρες από την Παλαιστίνη,  Αίγυπτο και  αγόραζαν καμήλες  νεαρής  ηλικίας προς   ₤5-₤6 και μεγαλύτερα  ζώα  προς  ₤8-₤15. Προτιμούσαν τις καμήλες της Κύπρου  γιατί  ήταν  μεγαλόσωμες  από    τις   καμήλες   άλλων    Αραβικών  χωρών  και   ήταν   πιο  ανθεκτικές στα ταξίδια στην έρημο.  Άντεχαν επίσης  παραπάνω στην πείνα και τη δίψα.  Η καμήλα σαν  μεταφορικό μέσο άρχισε να ξεπέφτει από τον καιρό που εισήχθηκαν στην Κύπρο  αρκετά φορτηγά  αυτοκίνητα  μετά τη δεκαετία  του 30 και συγκεκριμένα μετά το  Β’ Παγκόσμιο  πόλεμο.  Η  μεταπολεμική  εποχή  με την πυκνή κυκλοφορία του αυτοκινήτου  και  κυρίως  του  φορτηγού των  10  και  12  τόνων    στέρησε   τελείως    τις   δουλειές   που  ανελάμβαναν στο παρελθόν οι καμηλάρηδες,  γιατί  η  μεταφορά εγίνετο ταχύτερο και φθηνότερο. Με   το  κτύπημα   που    έγινε  από  τ’  αυτοκίνητα   σ’  όλες   τις  μεταφορικές   εργασίες  οι   καμηλάρηδες   έμειναν   εκτεθειμένοι και  χωρίς  δουλειά και η  μόνη διέξοδος σ’ αυτή την  κατάσταση  ήταν   ένας-ένας  να  πουλάει  τα  ζώα  του  και  ν’ αναζητά  άλλη   χειρωνακτική    εργασία  κυρίως   εργάτες   στις  οικοδομές  στις πόλεις η εργάτες γης. Τελευταίος  που  έβαλε  το πείσμα να μην εγκαταλείψει  το επάγγελμα του ήταν ο Γιωρκής  Χ” Νικόλα  που διατηρούσε     4 – 5    καμήλες    μέχρι    τη     δεκαετία     του    70      περιοριζόμενος    στη  μεταφορά του  άχυρου από πληστόχωρα χωριά στην  Κυθρέα.  Σ’ αυτή  την μεταπολεμική   προχωρημένη  περίοδο  που  όλα   τα  είδη είχαν  ακριβώσει,  ακρίβωσαν  κι οι καμήλες  και  τις  πώλησε στην τιμή των ₤70-₤80 την καθεμιά. Μερικοί   καμηλάρηδες   που  είχαν  πουλήσει τις  καμήλες  τους για  να  διατηρήσουν την  κύρια τους  δουλειά,  την πώληση του ασβέστη  έκαμαν  πρατήρια  στο  Βαρώσι  όπου  μετέφεραν  τον ασβέστη  με  αυτοκίνητα  και  τον  πουλούσαν  στον   κύκλο  της πελατείας   τους.  Ήταν  δουλειά  αρκετά  επικερδής γιατί  η τιμή του ασβέστη ανήλθε σημαντικά στην μεταπολεμική   περίοδο  κι  έφθασε   να  πουλιέται   στα  4-5  γρόσια   την  οκά.  Από  τη  μια απέφυγαν   τα   κουραστικά  ταξίδια  της  καμήλας  και  από  την  άλλη με την άνοδο των τιμών  κέρδιζαν  πιο   πάνω  παραπάνω από 2 γρόσια στην οκά  ενώ στην προπολεμική εποχή μερικούς  παράδες κέρδιζαν  από  κάθε  οκά. Τέτοιοι καμηλάρηδες από τη  Βώνη που   έστησαν   πρατήρια  ασβέστη  στο  Βαρώσι  ήταν  ο Ρούσος  Τοφή,  ο  Τοουλής  Γιωρκαλλή, ο  Σωτήρης  Πίτσιλος κι άλλοι.

(Τις  πιο  πάνω  πληροφορίες για  την  καμήλα σαν  μεταφορικό μέσο στην περιοχή Κυθρέας  πήρα από  το Ττοφαρή Νικόλα και Λουκά Βλάμη κι οι δυο τους από τη Βώνη).