Η τοποθεσία Αης Βασίλης

Η ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ  ΆΗΣ  ΒΑΣΙΛΗΣ (Aρθρα του αείμνηστου Χριστόδουλου Πέτσα)

Ξεκινώντας  από  τη  Βώνη  για να  φθάσουμε  σε  τούτη   την  τοποθεσία πρέπει  να   πάρουμε   το  δρόμο  πλάι  στο  χείμαρρο  Ξεροπόταμο  που   προχωρεί   στο    Βορρά,     περνούμε    δίπλα    στα    << Μνήματα   των Τούρκων>>,  προχωρούμε   το  δρόμο   στα   ανατολικά,  φθάνουμε   τον ασφαλτοστρωμένο δρόμο Λευκωσίας-Τρικώμου.  Συνεχίζοντας  τούτο  το  δρόμο  που  περνά  ανάμεσα  από το Τούρκικο Χωριό Μπέη  Κιογιού  με ανατολική κατεύθυνση  σε  μικρή απόσταση στα αριστερά ξεστρατίζει ένα μονοπάτι.  Πιάνοντας   το   μονοπάτι   τούτο   προχωρεί   στο  Βορρά  με  ανηφορική  κατεύθυνση  για  ένα  μίλι  θα φθάσουμε  την  τοποθεσία  του Άη Βασίλη. Η απόσταση Βώνης-Άη Βασίλη δεν ξεπερνά  τα  2 1/2 Αγγλικά μίλια.

Μια  μικρή  πηγή  μιας  περίπου  Ίντζας  νερό ρέει  ακατάπαυστα  από τη σχισμή   ενός  θεόρατου   βράχου.  Αυτή  η  μικρή  πηγή  έκαμε  όλη  την τοποθεσία  ξακουστή  γιατί  ήταν  το  πιο  χωνευτικό νερό της Κύπρου. Η τοποθεσία  βρίσκεται  Ν.Α.  της  μαγευτικής  κορυφής  του Γιαηλά που τη στολίζει   το   πυκνοφυτεμένο  δάσος  της   Χαλεύκας.   Βρίσκεται   μέσα  στην  περιοχή του  Τουρκικού  χωριού  Καλλυβατζιά  και  απέχει  από  το επίσης  Τουρκικό  χωριό  Πέτρα   του   Διγενή  περί  τα  2  Αγγλικά  μίλια. Πολύ  κοντά  στην  πηγή  είναι  και η τοποθεσία << Δύο Νύμφες >>.  Δυο πελώριοι  βράχοι   που   έχουν  ύψος  4  μέτρα,  στέκουν  εκεί  ευθυτενείς  και καμαρωτοί σαν νύμφες.

Η     τοποθεσία     του    Άη  –  Βασίλη    συνορεύει   με   τις  τοποθεσίες << Χάσκοντας >>  και  << Οξύβουνος >>   που  βρίσκονται   πολύ   κοντά στην κορυφή του απόκρημνου Γιαηλά.  Ανάμεσα στην  τοποθεσία του Άη  Βασίλη  βρίσκονται   λείψανα  αρχαίου   συνοικισμού  με  μια ερειπωμένη Εκκλησία  που  πιθανό  να  ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Βασίλειο, από το όνομα του οποίου πήρε το όνομα όλη η περιοχή, όπως και η  αστείρευτη μικρή  πηγή  του.  Ανατολικά  και  σε  σχετική  απόσταση  από  την πηγή, υπήρχαν   τα  << αλώνια  τους  Βωνιά-τες >>,  γιατί  εδώ   στην   περιοχή υπήρχαν  αρκετά  ίσια  και πολύ γόνιμα, που είχαν εξαιρετική  παραγωγή σιτηρών  καλλιεργώντας   την   ποικιλία  σιταριού,   κοκκινοστράσιηδο >> που αρκείτο με  λίγες  συχνές  βροχές  και απέδιδε  μεγάλους  οτάχεις με πολύ αδρούς κόκκους σε αντίθεση με την ποικιλία <<κυπερούντα>> που καλλιεργούνταν  στον   κάμπο   και   χρειαζόταν   πολύομβρες χρονιές  ν’ αποδώσει και πολύ συχνά προσβαλλόταν από τη σκωρίαση (μίρτος) και δεν απέδιδε τίποτε, παραμένονταςάθερο. Όλα τα  κτήματα  που  βρίσκονταν στην περιοχή  του Αγίου Δημητριανού δεν  είχαν   τίτλους   του   κτηματολογίου   και    ήταν  απαλλαγμένα   του κτηματικού φόρου που καταβαλλόταν στην πολιτεία. Ήσαν εγγεγραμμένα στην Αρχιεπισκοπή Κύπρου  και  οι  κάτοχοι  τους πλήρωναν σ’ αυτή μια  συμβολική  φορολογία που  λεγόταν <<αντικούτσια>> και είχαν δικαίωμα ιδιοκτησίας  και  εκμετάλλευσης  των κτημάτων  τους.  Τα  κτήματα  αυτά ήταν κληρονομικά και δεν πουλιούνταν σε ξένους.

Αλλά πως έτυχε η Εκκλησία του Αγίου Γεωργίου  Βώνης να είναι κάτοχος  μέτρου της  πηγής  Άη Βασίλη και σημαντικής κτημοσύνης ανάμεσα στην  περιοχή του Τουρκικού χωριού Καλλυβάτζια;

Βρισκόμαστε στην περίοδο του Ά Παγκοσμίου Πολέμου και συγκεκριμένα το 1915. Η  πηγή του Άη – Βασίλη με μια εκτεταμένη γη που πλησιάζει τις 2χιλ.  σκάλες  ανήκε  σ’ ένα  Τούρκο  από  το  γειτονικό  Τουρκικό  Χωριό  Επηχώ  που   λεγόταν   Μαύρος.  Επρόκειτο  λοιπόν    να   πουληθεί   με δημοπρασία στο καφενείο της Επηχούς που  βρισκόταν  στο  κέντρο  του   χωριού   σε   ορισμένη ημερομηνία.   Την   πληροφορία   τούτη  μετέφερε  στη Βώνη ο Κωνσταντής  Καράγιαννης  Κόκκινος,  κάτοικος  Βώνης  που επαγγέλλετο  το χασάπη και  περιόδευε  συχνά τα πλη-σιόχωρα τουρκικά χωριά  για  αγορά  σφαγίων  και διάθεση  τούτων στη Βώνη. Σε επίσκεψη   του   στην    Επηχώ   πληροφορήθηκε  για    την   άνω  δημοπρασία.   Να  σημειωθεί  πως ο  Καράγιαννης ήταν  και  καλός γνώστης  της  τούρκικης εξαιτίας του συγχρωτισμού του με τους Τούρκους.

Στην   επιστροφή   του   στη   Βώνη   μετέδωσε    την    πληροφορία   της δημοπρασίας στο Θεμιστό Βλάμη, εκκλησιαστικό  επίτροπο.  Παρώτρυνε  ακόμη  το  Θεμιστό  να  μεταφέρει  τούτη  και  στους άλλους  επίτροπους και  να  τους  πείσει  ν’ αγοράσουν  τα  κτήματα  για   την εκκλησία και να  χρησιμοποιηθούν   σαν    << Μερράς  του  χωριού >>,   για   βοσκή   των αιγοπροβάτων,  για  ξύλευση  των κατοίκων και για προμήθεια  αγριελιάς προς μεταφύτευση και επέκταση του ευλογημένου τούτου δένδρου  στην περιοχή της Βώνης.

Η εκκλησιαστική επιτροπή επιλήφθηκε της πρότασης του Καράγιαννη και αποφάσισε  να  προβεί  στην  αγορά   διεξάγοντας   έρανο  για   συλλογή χρημάτων    που   απαιτούνταν    και    να   ανακοινώσει   ο   Ιερέας   στο  εκκλησίασμα  την  Κυριακή  μετά  την  Θεία  λειτουργία  την  πληροφορία προτρέποντας  το   να  συνεισφέρει  για  να  μαζευτεί  ένα  ποσό που  να καλύπτει την αγορά. Πραγματικά έγινε ο έρανος, πρόθυμα σεινεισέφεραν όλοι και μαζεύτηκε το ποσό των είκοσι λιρών (₤20,00). Παραδόθηκε  το  ποσό  τούτο  στο  Καράγιαννη  με   την  παράκληση  να παρουσιασθεί   την  ημέρα  της  δημοπρασίας  και  να  πλειοδοτήσει   για απόκτηση  της  περιοχής  Άη   Βασίλη.  Αυτό  ακριβώς  που   πεθυμούσε ο  Καράγιαννης  έκαμε ,  και  το  κτήμα  αγοράσθηκε  και   μεταβιβάστηκεστο   δικό   του   όνομα,   αφού   αναγνωριζόταν   ο  νόμιμος   αγοραστής της δημοπρασίας.

Το  κτήμα  έμεινε  για 20 χρόνια στο όνομα του, και  όταν το1935 εγένετο γενική  καταγραφή της κτημοσύνης Βώνης, ο Καράγιαννης ενέγραψε όλα τα  κτήματα  στο  όνομα  της  εκκλησίας  Αγίου Γεωργίου  Βώνης, πιστός στα λόγια του όταν έκαμνε την αρχική εισήγηση για την αγορά τους.

Με  την  αγορά  του κτήματος  από  το  Μαύρο της Επηχούς οι  Βωνιάτες άρχισαν να προσπορίζονται όλα  τα αγαθά του << Μερρά  της  Βώνης>>. Οι βοσκοί κατέφευγαν να βοσκήσουν τα κοπάδια τους σ’ όλη την  έκταση και για μάνδρες χρησιμοποιούσαν τις σπηλιές της περιοχής.

Οι  γεωργοί  με  τα ζευγάρια τους, είχε τότε 28 ζεύγη βωδιών  στη  Βώνη, πήγαιναν και καλλιεργούσαν  τα   χωράφια   και   έσπερναν   στον   καιρό   σιτηρά  για  λογαριασμό   της   εκκλησίας,    χωρίς   καμιά   αμοιβή.  Στον   καιρό  του θερισμού    έτρεχαν    πάλι   όλοι    τους    να     τα     θερίσουν    δωρεάν, υποβοηθώντας έτσι την  οικονομική  ενίσχυση της εκκλησίας. Οι γεωργοί  έτρεχαν  στον  καιρό  να   προμηθευθούν  φυτά  αγριελιάς,  που  αφθονούσαν  στην περιοχή,   για  μεταφύτευση  στα   κτήματα  τους. Όλα      τα  νεώτερα  λιοχώρια  της  Βώνης  σχηματίστηκαν από τις  αγριελιές του Άη-Βασίλη.

Δυστυχώς,    περνούσε   ο   καιρός  και   ο  Αμερικάνος  δεν   επέστρεφε. Στους  τρεις μήνες  μετά που έφυγε ο ίδιος, εγκαταλείπει την Κύπρο και ησύζυγος  του  με το ίδιο δικαιολογητικό, πως θα επέστρεφαν σύντομα και οι   δυό   τους  για  να   πληρώσουν  τα   χρέη  τους.  Η  τράπεζα  με   την αναχώρηση  και  των δυο από την Κύπρο, κίνησε αγωγή στον Τσιρίπιλλο για  να  εισπράξει  τα  χρήματα  της.  Πούλησε έτσι όλη  την  ακίνητη τουςπεριουσία,  βόδια,  πρόβατα, χαλλούμια, ελιές, λάδι,  γεωργικά  εργαλεία και  στη  συνέχεια  όλη  την  κτημοσύνη του  μιας μεγάλης έκτασης για νακαλύψει όλο το χρέος της εγγύησης. Σ’ αυτή  τη  δεινή θέση που βρέθηκεο  Τσιρίπιλλος  με  επταμελή  ορφανή  από  μητέρα  οικογένεια (τέσσερις γιούδες και τρεις κόρες) η εκκλησιαστική επιτροπή  της Βώνης θέλησε νατον βοηθήσει. Του  έδωσε όλα τα κτήματα του Άη – Βασίλη και του έκτισεκατοικία και άλλα υποστατικά για  τη γεωργική παραγωγή και για τα ζώα.

Παράλληλα  του  έκαμε  και  δεξαμενή  για  εκμετάλλευση  του  νερού της πηγής.  Μ’ όλες  τούτες  τις  διευκολύνσεις  ο Τσιρίπιλλος   μ’ όλη του την οικογένεια  ρίχτηκε  στη  δουλειά.  Ξεπέτρωσε  γύρω στην πηγή κι άνοιξε χωράφια με  δομές  3-4 σκάλες, όπου  καλλιεργούσε  εποχιακά λαχανικά και    άλλα:     Τομάτες,     κολοκούθκια,     βαζάνια,   μπάμιες,   κραμπιά, κουνουπίδια, κρεμμύδια, κουκιά,  πατάτες κ.λ.π.  Ξεπέτρωσε  και  άνοιξε άλλες  15  σκάλες  σε  απόσταση   από  την  πηγή,   όπου  καλλιεργούσε σιτηρά. Συντηρούσε  καμιά  δεκαπενταριά  αιγοπρόβατα,  βόδια  για  καλλιέργεια και  βόδια  για  κρέας.  Το  κόπρι   των  ζώων  το  χρησιμοποιούσε    στις αρδεύσιμες    καλλιέργειες,    γι’    αυτό    τα   προϊόντα    της   γεωργικής παραγωγής  ήταν  εξαιρετικά.  Έπαιρνε  καθημερινά  12-15  οκάδες γάλα και  μετέτρεπε  σε  χαλλούμια   και   αναράδες.   Όλα   τα   προϊόντα   της παραγωγής  είχαν  ιδιαίτερη  προτίμηση  και  τα  πουλούσε στην Κυθρέα, στη Βώνη, στη Χαλεύκα και σ’ άλλα γειτονικά τουρκικά χωριά.  Μπόλιασεακόμη  αρκετές  ελιές  και  χαρουπιές και είχε κι απ’ αυτές  ένα πρόσθετο καλό εισόδημα.

Ο Θέμιστος Βλάμης θέλησε να βεβαιωθεί για την ποιότητα του νερού του Άη Βασίλη γι’ αυτό πήρε δείγμα στο γιατρό  Θεμιστοκλή Δέρβη, που ήταν ο πιο  καλός από  τους γιατρούς σ’ όλη  την  Κύπρο.  Ο  γιατρός  Δέρβης, ύστερα  από  σχετική ανάλυση που  έκαμε  στο  νερό,  αποφάνθηκε πως είναι εφάμιλλο του νερού του Βισύ στη Γαλλία.

Ο  Δέρβης  σύστηνε  το  νερό  στους  αρρώστους  και   με  τη σειρά  τους ενδιαφέρθηκαν   για  τη  χρήση   και  σύσταση  του  νερού και  οι  γιατροί της   Λευκωσίας    Πολύβιος   Γρηγοριάδης   και    Νίκος  Θεμιστοκλέους.  Άρχισε  λοίπον    να   διανέμεται  στις  κλινικές,  στο  Γενικό  Νοσοκομείο Λευκωσίας και σε πλούσιους ίδιώτες.

Αυτός  που  σκέφθηκε την εμφιάλωση του νερού ήταν ο συνταγματάρχης του  Κυπριακού στρατού Κύριος Χαράλαμπος Ττοουλιάς. Καταγόταν από  την  Πάφο  και  αποκαταστάθηκε  στην    Κυθρέα,  όπου  νυμφεύθηκε την  Ηλέκτρα Χ” Τρύφωνα.

Να το ξεκίνημα που οδήγησε το Ττοουλιά ν’ αναζητήσει να εμφιαλώσει το νερό του Άη Βασίλη. Στο στρατόπεδο στη Λυκωσία, όπου  υπηρετούσε ο Ττοουλιάς, γινόταν η  πασχαλινή  γιορτή  το  έτος  1973.  Στο  γεύμα που παρεκάθηντο  υπήρχε  κι  ένας  στρατιώτης από το Μουτουλλά, που είχε φέρει εμφιαλωμένο νερό του χωριού του και μια απ’ αυτές τις μπουκάλες χάρισε  και  στον  Ττοουλιά.  Όταν  την  έφερε  στο  σπίτι  και  την  άνοιξε πίνοντας   η  σύζυγος  του  απεδοκίμασε  τούτο  και  σύστησε  πως   άξιο εμφιάλωσης  είναι  το  νερό  στη  δική  μας περιοχή  του  Άη  Βασίλη   και όχι τούτο.Άλλο που  δεν ήθελε  ο Ττοουλιάς, ακούοντας  τέτοια  σύσταση ζήτησε  περισσότερες εξηγήσεις κι αμέσως  αποτάθηκε στο  βοσκό Λοίζο Ιωάννου  που  προθυμοποιήθηκε  να τον  πάρει  στην τοποθεσία  του Άη Βασίλη που απείχε από το σπίτι του πενθερού  του στην Κυθρέα  περί τα 2-3 μίλια. Σε   επιτόπια   εξέταση   ο  Ττοουλιάς διερεύνησε  και  εξέτασε  καλά  την τοποθεσία  και  γενικά όλες  τις προπτικέςγια εμφιάλωση.  Πίνοντας  από το νερό  συμφώνησε  με  τη  σύσταση  της  Ηλέκτρας  και  παρέλαβε  καμια  μπουκάλα   που  το  πήρε  την  επομένη στο χημικό Νίκο Σέρβο, στη Λευκωσία.  Ύστερα   από   ανάλυση   που   έκαμε  ο  Σέρβος   το   βρήκε εξαιρετικό και  το παρομοίασε όπως άλλοτε ο Δέρβης, μ’ εκείνο του  Βισύ στη  Γαλλία.    Παρότρυνε  ακόμη   τον   Ττοουλιά  να   μην  αφήσει  αυτή   την ευκαιρία ανεκμετάλλευτη, γιατί είχε να κερδίσει πολλά.

Ύστερα  από  όλα  τα  πλεονεκτήματα  που  έδειξε  πως  έχει το νερό της μικρής πηγής  του  Άη Βασίλη  και τις όλες συστάσεις που  του  έγιναν γι’ αυτό,  ο   Ττοουλιάς   δεν  είχε   πια   κανένα  ενδοιασμό  ή αμφιβολία για  την αποτελεσματικότητα     του    επιχειρησιακού    σχεδίου  που   έμελλε   να καταπιαστεί.

Πρώτο  βήμα  που   έκαμε  ήταν  να  συμφωνήσει  με  την  εκκλησιαστική επιτροπή  της  Βώνης  που  ήταν  κάτοχος  των  6/9  της  πηγής  και  στη συνέχεια  με  τους  ιδιώτες  ιδιοκτήτες  που  κατείχαν τα υπόλοιπα 3/9: το ενοίκιο  για  όλη   την  πηγή  δεν  ξεπερνούσε  τις  ₤50  το  χρόνο  και   σ’ αυτό    περιλαμβάνονταν     και  τα  πλησίον  χωράφια  με  όλες  τις  ελιές  και χαρουπιές για όφελος του ενοικιαστή.

Στην  αρχή  η   εμφιάλωση  γινόταν  απευθείας  από  τις  φουντάνες   του ντεποζίτου με πλαστικές ποτίλιες και πιο ύστερα σε γυάλινες ποτίλιες  με την  απαίτηση των  καταναλωτών.  Από την  αρχή  της  κυκλοφορίας  του εμφιαλωμένου τούτου νερού δεν συνάντησε δυσκολία στην κατανάλωση, γιατί όπως αναφέρθηκε  και  προηγούμενα  ήταν  γνωστή η ποιότητα του και η ωφελιμότητα του χάρις στη  σύσταση  των  παλιών εκείνων γιατρών   της Λευκωσίας. Ήταν γνωστό   το   νερό   όχι   μόνο   στον περιορισμένο υψηλό  κόσμο  των  πολιτών  αλλά  και  σε  κλινικές  και  ιατρεία  και  στο κυβερνητικό     νοσοκομείο.     Ένα   αυτοκίνητο    φορτηγό  μετέφερε  τις μπουκάλες  στη Λευκωσία  και  Αμμόχωστο και  με 3 πλασιέδες σε  κάθε πόλη διένεμαν το νερό ανάμεσα στους καταναλωτές με αυτοκίνητα.

Μέρα  με  τη μέρα προστίθενται  νέοι και νέοι καταναλωτές και οι ποτίλιες δεν      μπορούν    να     ικανοποιήσουν    τους     καταναλωτές.   Για    να ανταποκριθούν     στη   ζήτηση   αναγκάζονταν    να   προστεθούν    στην εμφιάλωση  και  δύο  μεγάλα   βυτιοφόρο των δέκα τόνων το καθένα.  Το ένα  έκαμνε  δυο  δρόμους  στην   Αμμόχωστο  και   πωλούσε το νερό με πλαστικό  τάγκι 5 σελίνια το καθένα.  Άλλο  βυτιοφόρο  ξεκινούσε  για  τη Λευκωσία για να μεταφέρει νερό σε 800 τόσους πελάτες.  Βρέθηκε  πολύ κατάλληλο  για  το  έλκος,  τα νεφρά και τη διαμόρφωση  των  οστώνΤα   οστά   με     τη    χρήση   του   νερού   του  Άη   Βασίλη   γίνονταν    γερά, σφιχτοδεμένα και στερεά.

Το έτος  1974   έγινε  πρόταση  στην εταιρεία από την ΚΕΟ για ενοικίαση της εμφιάλωσης του  νερού.  Δυστυχώς  η   εταιρεία  ήλθε  δεύτερη  στηνενοικίαση, γιατί  την προηγούμενη νύχτα είχε συμφωνηθεί η ενοικίαση  με την  εταιρεία  Οβιοάβπτο. Υπεύθυνος   της  εταιρείας που  υπέγραψε   τα σχετικά  συμβόλαια  ήταν ο Κύριος Γεώργιος  Χ”Γεωργίου. Συμφωνήθηκε να  πληρώνει η εταιρεία στους  μετόχους  της  εκμετάλλευσης  του  νερού  το 10%  των  καθαρών κερδών και επί πλέον το 10% επί  των  εξαγωγών σε αραβικές χώρες που υπολογιζόταν  σ’ ένα  δισεκατομμύριο  φιάλες  το χρόνο.